- μικροπαντρεύω
- μετ. рано выдавать замуж, женить;
μικροπαντρεύομαι — рано выходить замуж, жениться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μικροπαντρεύομαι — рано выходить замуж, жениться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μικροπαντρεύω — 1. (για γονείς) παντρεύω τον γιο ή την κόρη μου σε νεαρή ηλικία 2. (συν. το μέσ.) μικροπαντρεύομαι παντρεύομαι σε μικρή ηλικία 3. παροιμ. «ή μικρός μικρός παντρέψου, ή μικρός καλογερέψου» ή «που μικροπαντρευτεί ποτές δε μετανοιώνει» λέγονται σε… … Dictionary of Greek
μικροπαντρεύω — μικροπάντρεψα, μικροπαντρεύτηκα, μικροπαντρεμένος, παντρεύω κάποιον σε μικρή ηλικία: Μικροπαντρεύτηκε αλλά άργησε να κάνει παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροπαντρεμένος — η, ο [μικροπαντρεύω] αυτός που έχει παντρευτεί σε μικρή ηλικία … Dictionary of Greek